φανοκόρος

φανοκόρος
ο фонарщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φανοκόρος" в других словарях:

  • φανοκόρος — ο, Ν 1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη 2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και… …   Dictionary of Greek

  • φανοκόρος — ο αυτός που φροντίζει για την καλή κατάσταση των φανών, που ανάβει τα φανάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανανάπτης — ο, Ν αυτός που ανάβει φανούς, φανοκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) + ανάβω, κατά τα δραστικά ονόματα σε της (πρβλ. καντηλ ανάπτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»